πλανώμαι — πλανῶμαι, άομαι, ΝΜΑ, και πλανιέμαι Ν βλ. πλανώ … Dictionary of Greek
πλανώμαι — 1 πλανήθηκα βλ. πίν. 61 2 → δες πλανιέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
πλανύττω — ΜΑ, πλανύσσω Α περιφέρομαι εδώ κι εκεί, πλανώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σε ύττω, πιθ. ποιητικός τ. αντί τού πλανῶμαι. Ο τ. πλαν ύσσω πιθ. κατά τα ἀλύσσω, πτερύσσω] … Dictionary of Greek
πλανώ — πλανῶ, άω, ΝΜΑ 1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ. β. «ἆρ ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ»,… … Dictionary of Greek
άμης — ἄμης ( ητος), ο (Α) είδος γαλατόπιτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να έχει κάποια σχέση με το ρ. ἀμῶμαι ( άομαι) «συγκεντρώνω, συγκομίζω» κατά το σχήμα πλανῶμαι πλάνης ή με το ουσ. ἄμη «φτυάρι, κουβάς» κατά το σχήμα γύμνης… … Dictionary of Greek
αείπλανος — ἀείπλανος, ον και ἀειπλανής, ές (Α) 1. αυτός που πλανιέται, που κινείται συνεχώς 2. φρ. «αείπλανα χείλη», αεικίνητα, φλύαρα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + πλανῶμαι] … Dictionary of Greek
αεροπλάνητος — η, ο αυτός που πλανιέται στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + πλανητός < πλανώμαι] … Dictionary of Greek
αερόπλανος — ἀερόπλανος ον (Α) εκείνος που πλανιέται, πετάει στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ, ἀέρος + πλάνος < πλανῶμαι, πρβλ. και αρχ. ἁλί πλανος (και ἁλιπλανής) «αυτός που πλανιέται στη θάλασσα» (για πλοία)] … Dictionary of Greek
αιπυπλανής — αἰπυπλανής ( οῡς), ές (Α) αυτός που πλανιέται στα ύψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰπύς* + πλανής < πλανῶμαι] … Dictionary of Greek